- στοιχαδίτης
- στοιχᾰδίτης [ῑ], ου, ὁ,A flavoured with
στοιχάς 11
,οἶνος Dsc.5.42
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοιχάς 11
,οἶνος Dsc.5.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοιχαδίτης — flavoured with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχαδίτης — ὁ, Α αυτός που είναι αρωματισμένος με το φυτό στοιχάς* («στοίχαδίτης οἶνος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχάς, άδος + επίθημα ίτης (πρβλ. θαμν ίτης)] … Dictionary of Greek